στερεωπός

στερεωπός
-ή, -όν, Α
βλ. στερωπός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερεωπά — στερεωπός solid neut nom/voc/acc pl στερεωπά̱ , στερεωπός solid fem nom/voc/acc dual στερεωπά̱ , στερεωπός solid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • στερωπός — και στερεωπός, ή, όν, Α στερεός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στεν ωπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”